- αἰχμαλωτισμός
- αἰχμ-αλωτισις, αἰχμ-αλωτισμός, Gefangennahme
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αιχμαλωτισμός — αἰχμαλωτισμός, ο (Μ) [αἰχμαλωτίζω] σύλληψη αιχμαλώτου, αιχμαλωσία … Dictionary of Greek
αἰχμαλωτισμοῦ — αἰχμαλωτισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωτισμούς — αἰχμαλωτισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωτισμῷ — αἰχμαλωτισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωτισμόν — αἰχμαλωτισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμαλώτιση — αιχμαλώτιση, η και αιχμαλωτισμός, ο η σύλληψη αιχμαλώτου: Στην τοποθεσία αυτή έγινε ο αιχμαλωτισμός μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιχμαλωσία — η (Α αἰχμαλωσία) [αἰχμάλωτος] η σύλληψη κάποιου από τον εχθρό κατά τη διάρκεια μάχης ή πολέμου, αιχμαλωτισμός νεοελλ. η κατάσταση τού αιχμαλώτου αρχ. το σύνολο τών αιχμαλώτων, οι αιχμάλωτοι … Dictionary of Greek
αιχμαλωτίζω — (Α αἰχμαλωτίζω) συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, υποδουλώνω, σκλαβώνω (νεοελλ. μσν.) καθιστώ κάποιον υποχείριο μου, τόν γοητεύω, τόν συναρπάζω νεοελλ. (για ζώα) συλλαμβάνω, αρπάζω για λογαριασμό μου, οικειοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος. ΠΑΡ … Dictionary of Greek